- ἑψίη
- ἑψίαamusementfem nom/voc sg (epic ionic)ἑψιέωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)ἑψιέωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εψία — (I) ἑψία, ἡ (Μ) [ἕψω] μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο. (II) ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α) 1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια 2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια «τὰ ἀπὸ… … Dictionary of Greek